DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S TV W XZ Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Energy industry (2146 entries)
handelbares Zertifikat πιστοποιητικό ανανεώσιμης ενέργειας
handelsuebliches Butan βουτάνιο του εμπορίου
handelsuebliches Propan προπάνιο του εμπορίου
Hauptabsperrarmatur γενική βαλβίδα αεριοφυλακίου
Hauptabsperrarmatur διακόπτης αεριοφυλακίου
Haupterdungsklemme κύριος ακροδέκτης γείωσης
Haupterdungsschiene κύριος ακροδέκτης γείωσης
Hauptstromerzeugung παραγωγή κύριας ενέργειας
Hauptstromversorgung τροφοδοσία από το κύριο δίκτυο
Haus mit aktiver Solartechnologie ενεργητική ηλιακή κατοικíα
Haus mit aktiver Solartechnologie ηλιακή κατοικíα ενεργητικών συστημάτων
Hausbrandheizöl ελαφρό μαζούτ
Haushaltsenergiequelle οικιακός ενεργειακός πόρος
Hausheizwärmepumpe αντλία θερμότητας για θέρμανση κατοικίας
heimische Energieressource εγχώρια ενεργειακή πηγή
Heissdampf υπέρθερμος ατμός
heisse Stelle θερμó σημεíο
heisser Punkt θερμó σημεíο
heißes Wasser καυτό νερό
Heisswasserfeld πεδíο ζεστοÙ νεροÙ