DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S TV W X Y Z Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Law (20234 entries)
Gangart επίδοση
Gangart παροχή εργασίας
Gangart ρυθμός εκτέλεσης εργασίας
Ganztagsarbeitsplatz θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης
Ganztagsbeschäftigung πλήρης απασχόληση
Garantie des Arbeitsplatzes εγγύηση της θέσης εργασίας
Garantie des Arbeitsplatzes εξασφάλιση της θέσης εργασίας
Garantie gegen Austreibung εξασφάλιση μη-εξώσεως μισθωτή
Garantie gegen Enteignung εξασφάλιση μη-εξώσεως μισθωτή
Garantie zur tatsächlichen Existenz der Marke εξασφάλιση της ύπαρξης σήματος
Garantien zum Schutz der Rechte von Personen, denen die Todesstrafe droht διασφαλήσεις για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων όσων απειλούνται με θανατική ποινή
garantierter Lohn εγγύηση κατώτατου ορίου μισθού
garantierter Mindestlohn εγγύηση κατώτατου ορίου μισθού
garantierter Mindestverdienst εγγύηση κατώτατου ορίου μισθού
garantierter Verdienst εγγύηση κατώτατου ορίου μισθού
garantierter Zugang gegen eine Vergütung εγγυημένη και έναντι τιμήματος πρόσβαση
Gasdurchgang κατανάλωση αερίου
Gasöl-Betriebsbeihilfe-Verordnung διάταξη που αφορά διευκολύνσεις τιμής καυσίμων
Gasschutzgeraet αναπνευστική συσκευή
Gastarbeiter αλλοδαποί εργαζόμενοι