Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T U
V
W X Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
<<
>>
Terms for subject
Employment
(99 entries)
Rentenaltersgrenze
ηλικία συνταξιοδότησης
Reserveliste
πίνακας προσλήψεων
Richtlinie "Wahrung von Ansprüchen"
Οδηγία περί κεκτημένων δικαιωμάτων
Richtlinie "Wahrung von Ansprüchen"
Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
saisonale Beschäftigung
εποχική απασχόληση
Saisonarbeit
εποχική απασχόληση
Saisonbeschäftigung
εποχική απασχόληση
Schiffsjunge
μούτσος
Schiffsjunge
ναυτόπαιδο
Schiffsmann
κατώτερος ναυτικός' ναύτης
Seeleute
ναυτικοί
Seeleute
ναυτιλλόμενοι
spezifische bzw. berufliche Fähigkeiten und/oder Fach-/Sachkenntnisse
επαγγελματική ειδικότητα
spezifische bzw. berufliche Fähigkeiten und/oder Fach-/Sachkenntnisse
ειδικότητα
stark benachteiligte Arbeitnehmer
εργαζόμενος σε πολύ μειονεκτική θέση
Überbeschäftigung
υπεραπασχόληση
Überbeschäftigung
υπερβάλλουσα απασχόληση
Überbrückungsbeihilfe
επίδομα μετάβασης
Übereinkommen über den Schutz des Vereinigungsrechts und über Verfahren zur Festsetzung der Beschäftigungsbedingungen im öffentlichen Dienst
Σύμβαση για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση
Übereinkommen über die Abschaffung der Zwangsarbeit
Σύμβαση για την κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας
Get short URL