Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
<<
>>
Terms for subject
Commerce
(1520 entries)
E-Commerce
ηλεκτρονικό εμπόριο
EG-Prüfung
εξακρίβωση ΕΚ
EG-Prüfung
επαλήθευση ΕΚ
Eigenbedarf
ενδιάμεση χρήση
Eigentumsvorbehalt
επιφύλαξη δικαιώματος ιδιοκτησίας
Eiinjektor
Συσκευή χορήγησης in ovo
ein Zollverfahren beenden
λήγει η ισχύς ενός καθεστώτος
Einbruchsalarmgerät
ειδοποιητήρια συσκευή για την προστασία κατά κλοπής
eine beherrschende Stellung auf dem Gemeinsamen Markt oder auf einem wesentlichen Teil desselben
δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της
eine Regelung,durch die eine gleichartige Erzeugung in ihrer Wettbewerbslage beeintraechtigt wird
ρύθμιση που επηρεάζει την ανταγωνιστική θέση ομοειδούς παραγωγής
eine Stunde, gerechnet ab der letzten vollen Stunde
ωρολογιακή ώρα
einfacher Druckbehälter
απλό δοχείο πίεσης
Einfuhr gleichartige Güter zu cif-Preisen
εισαγωγές παρόμοιων προϊόντων σε τιμές cif
Einfuhr von Kaffee
εισαγωγή καφέ
Einfuhr von Kernmaterial
εισαγωγή πυρηνικού υλικού
Einfuhrbelastung
επιβάρυνση κατά την εισαγωγή
Einfuhrbescheinigung
πιστοποιητικό εισαγωγής
Einfuhrlizenz
πιστοποιητικό εισαγωγής
Einfuhrmitgliedstaat
κράτος μέλος εισαγωγής
Einfuhrschein
πιστοποιητικό εισαγωγής
Get short URL