DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Z ß   <<  >>
Terms for subject Pharmacy and pharmacology (1765 entries)
gemeinsame Arbeitsgruppe Qualität der Ausschüsse für Arzneispezialitäten und Tierarzneimittel κοινή για τις CPMP/CVMP ομάδα εργασίας για την ποιότητα
gemeinsame Arbeitsgruppe Qualität des Ausschusses für Arzneispezialitäten und des Ausschusses für Tierarzneimittel κοινή για τις CPMP/CVMP ομάδα εργασίας για την ποιότητα
gemeinsame CPMP/CVMP-Arbeitsgruppe Qualität κοινή για τις CPMP/CVMP ομάδα εργασίας για την ποιότητα
gemeinsame EWP/QWP-Arbeitsgruppe Pharmakokinetik Κοινή ομάδα των EWP/QWP για τη φαρμακοκινητική
gemeinsame Technologieinitiative für Innovative Arzneimittel κοινή τεχνολογική πρωτοβουλία για τα καινοτόμα φάρμακα
Gemeinsames Unternehmen IMI κοινή επιχείρηση της πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα
Gemeinsames Unternehmen IMI κοινή επιχείρηση για την υλοποίηση της κοινής τεχνολογικής πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα
Gemeinsames Unternehmen zur Umsetzung der gemeinsamen Technologieinitiative für Innovative Arzneimittel κοινή επιχείρηση για την υλοποίηση της κοινής τεχνολογικής πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα
Gemeinsames Unternehmen zur Umsetzung der gemeinsamen Technologieinitiative für Innovative Arzneimittel κοινή επιχείρηση της πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα
gemeinschaftliche Befassungen κοινοτικές παραπεμπτικές διαδικασίες
Gen γονίδιο/γόνος
Genaktion αλληλεπίδραση
Gene γονίδιο/γόνος
Genehmigung für das Inverkehrbringen άδεια κυκλοφορίας
Genehmigung für das Inverkehrbringen άδεια κυκλοφορίας (φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος) άδεια διάθεσης στην αγορά
Genehmigung für den Vertrieb άδεια κυκλοφορίας
Genehmigung für den Vertrieb άδεια κυκλοφορίας (φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος) άδεια διάθεσης στην αγορά
Genehmigung für die pädiatrische Verwendung άδεια κυκλοφορίας για παιδιατρική χρήση
Genehmigungssystem für das Inverkehrbringen von Arzneimitteln σύστημα έγκρισης για τη διάθεση στην αγορά
Generikum γενόσημο φάρμακο