DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I K L M N P R S T V W Z Ü   <<  >>
Terms for subject Banking (180 entries)
indirekter Teilnehmer έμμεσος συμμετέχων
Informations- und Kontrollmodul μονάδα πληροφόρησης και ελέγχου
integrierter Bankenmarkt ολοκληρωμένη τραπεζική αγορά
intermediärer Verbrauch von nicht aufgegliederten Bankdienstleistungen ενδιάμεση ανάλωση των τραπεζικών υπηρεσιών η οποία δεν έχει κατανεμηθεί κατά τομέα
internationale Kontonummer διεθνής αριθμός τραπεζικού λογαριασμού
Investitionsbank χρηματοδοτική τράπεζα
Investitionsbank Tράπεζα επενδύσεων
Investitionsbank εμπορική τράπεζα
Kernkapital σκληρός πυρήνας των ιδίων κεφαλαίων
Kollegium der Aufsichtsbehörden σώμα εποπτών
Kollegium der Aufsichtsbehörden Σώμα εποπτικών αρχών
konsolidierte Konteninformationen ενοποιημένα στοιχεία λογαριασμού
Konsortium όμιλος τραπεζών
Konsortium κοινοπραξία τραπεζών
Konsortium χρηματιστική συμφωνία
Konsortium χρηματιστικός συνεταιρισμός
kontolos πρόσωπο με μηδενική χρήση τραπεζικών υπηρεσιών
Kontowährung νόμισμα λογαριασμού
Korrespondentenkonto λογαριασμός ανταποκριτών
Korrespondentenkonto λογαριασμός σε ανταποκρίτρια τράπεζα