DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I K L M N O P Q R S T V W Z Ü   <<  >>
Terms for subject Commerce (1520 entries)
eingebaute Rauchmelder αυτόνομος ανιχνευτής καπνού
eingegangene Aufträge ανεκτέλεστες παραγγελίες
einheitliches europäisches Auftragsdokument Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας
einheitliches Patentgerichtssystem ενοποιημένο σύστημα επίλυσης των διαφορών για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας
Einkaufsentscheidungsstelle κέντρο αποφάσεων για τις προμήθειες
Einkaufsgemeinschaft όμιλος αγοραστών
Einkaufsgesellschaft όμιλος αγοραστών
Einkaufsrechnung λογαριασμός αγορασθέντων αγαθών
Einlagerung αποθήκευση
Einreichungsfrist für die Anträge προθεσμία υποβολής της αίτησης
Einrichtung der Selbstverwaltung αυτορρυθμιζόμενη οργάνωση
Einrichtung der Selbstverwaltung αυτόνομο όργανο
Einritzer Ακίδα σκαριφισμού
Einwegverpackung συσκευασία μιας χρήσεως
Einzeldosisbehältnis Περιέκτης μίας δόσης
Einzelhandel τομέας λιανικής
Einzelhandelsgewerbe τομέας λιανικής
Einzelhandelspreis τιμή που εφαρμόζεται στο φορέα λιανικής διάθεσης
Einzelhandelssektor τομέας λιανικής
Einzelhandelsstufe στάδιο του λιανικού εμπορίου