DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T V W Y Z Ü   <<  >>
Terms for subject Insurance (2733 entries)
Deckung, Übernahme der Deckung κάλυμμα/αντίκρυσμα
Deckungshandhabungsklausel ρήτρα λήξης του ταξιδιού
Deckungsrücklage ασφαλιστικό απόθεμα
Deckungsstockwerte τεχνικά αποθεματικά (Deckungsstockwerten)
Defizitklausel ρήτρα οικονομικού ελλείμματος
delegatus non potest delegare ο εξουσιοδοτούμενος δε μπορεί να εκχωρήσει την εξουσιοδότηση
Delegiertenversammlung συμβούλιο των αντιπροσώπων
dem Ermessen überlassene Lebensversicherung ομαδική ασφάλιση επιβίωσης που επιτρέπει τη διάκριση μεταξύ υπαλλήλων
den eigenen Bereich deckend ανεξάρτητης ακτίνας κάλυψη
den Gastarbeitern zukommende Leistungen οφειλόμενες παροχές στους μετανάστες
den Versicherungsvertrag kündigen ακυρώνω την ασφαλιστική σύμβαση
Denaturierung απώλεια ιδιότητας
Department of Trade bonds εγγυήσεις για εκκαθαριστές που διορίζονται από το Υπουργείο Εμπορείου
Depotverwaltung συνταξιοδοτικό πρόγραμμα διαχείρισης κεφαλαίου
der Arbeitnehmer muß in einem Arbeitsverhältnis stehen ο εργαζόμενος πρέπει να συνδέεται με μία σύμβαση εργασίας
der Berechtigte erreicht das Pensionsalter ο δικαιούχος συμπλήρωσε το όριο συνταξιοδότησης
der Versicherungsvertrag umfaßt eine obligatorische Selbstbeteiligung ασφαλιστήριο συμβόλαιο συνοδευόμενο από υποχρεωτική εξαίρεση
die Bedingungen zur Rentengewährung erfüllen πληρώ τις προϋποθέσεις
die Beiträge der Versicherten erhöhen αύξηση των εισφορών των ασφαλισμένων
die jährliche Rechnung zwischen Trägern abschliessen εγκρίνω τους ετήσιους λογαριασμούς μεταξύ των φορέων