DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T V W X Z Ü   <<  >>
Terms for subject Labor law (3463 entries)
Commis de rang βοηθός σερβιτόρου
Cottonstuhlwirker πλέκτης βαμβακερών
Cowperwaerter υπεύθυνος χειριστής COWPER
Crouponierer κόπτης δερμάτων
Cutterassistent βοηθός συναρμολογητού ταινιών
Dachdecker στεγοποιός με κεραμίδια,σχιστόλιθο κ.λ.π.
Dachdecker στεγοποιός με άσφαλτο
Damenfriseur κομμωτής κυριών
Damenhandschuh γυναικείο γάντι
Damenschneiderin ράπτρια γυναικείων ενδυμάτων
Dampfkesselheizer θερμαστής ατμολεβήτων
dänischer Arbeitgeberverband Δανική ΄Ενωση Εργοδοτών
das Arbeitsentgelt an Produktivitätssteigerungen koppeln σύνδεση των αμοιβών με την αύξηση της παραγωγικότητας
das betreffende Personal wird in geheimer Abstimmung gehört διαβούλευση με το προσωπικό μέσω μυστικής ψηφοφορίας
das Einkommen bei Arbeitslosigkeit ergänzen συμπλήρωση του εισοδήματος σε περίπτωση ανεργίας
Datenbank für Gezundheitsschutz und Sicherheit in EuropaHASTE βάση δεδομένων περί υγιεινής και ασφάλειας
Datentypistin δακτυλογράφος κωδικών στοιχείων
Dauer der Berufstätigkeit περίοδος επαγγελματικής δραστηριότητας
Dauer der Berufstätigkeit χρόνος επαγγελματικής δραστηριότητας
Dauer der Entsendung περίοδος αποσπάσεως