DictionaryForumContacts

   
A B D E F G H I J K L M N O P R S T V W Z Ü   <<  >>
Terms for subject Business (587 entries)
als Aktivposten ausweisen εμφανίζω (εγγράφω) στο ενεργητικό; εμφάνιση (εγγραφή) στο ενεργητικό
als Sicherheit halten κατέχω ως εγγύηση; κατέχω για εγγύηση
als Sicherheit verpfändete oder übertragene Vermögensgegenstände στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί ή έχουν δοθεί ως εγγύηση
als Sicherheit verpfändete Vermögensgegenstände στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί για εγγύηση
als Zahlstelle fungieren εξασφαλίζω τις χρηματοδοτικές υπηρεσίες (χρηματοδοτικού οργανισμού)
am Tag der Anschaffung geltender Kurs ισχύουσα τιμή κατά την ημέρα απόκτησης
amtlicher Liquidator εκκαθαριστής
an einer zugelassenen Börse notierte Kapitalanlagen εισηγμένος (που έχει εισαχθεί) σε χρηματιστήριο
andere Rückstellungen προβλέψεις για άλλους κινδύνους και έξοδα
andere Werte άλλες αξίες
Anfechtbarkeit einer Rechtshandlung ακυρωσία δικαιοπραξίας
Anhang des Jahresabschlusses προσάρτημα των ετήσιων λογαριασμών
Anhang zum Jahresabschluss προσάρτημα των ετήσιων λογαριασμών
Anlagevermögen ενεργητικό
anteilmässige Befriedigung der nichtbevorrechtigten Gläubiger σύμμετρη ικανοποίηση των εγχειρογράφων πιστωτών
Art der Waren είδος προϊόντος
Art und Weise der Aufstellung des konsolidierten Abschlusses τρόπος καταρτίσεως των ενοποιημένων λογαριασμών
assoziiertes Unternehmen συγγενής επειχείρηση
auf ausländische Währung lautend εκφρασμένος σε συνάλλαγμα
auf den Namen lauten είμαι ονομαστικός