DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N P Q R S T U V W Y Z Ö   <<  >>
Terms for subject Economy (9705 entries)
Saba Σάμπα
Sachsen Σαξονία
Sachsen-Anhalt Σαξονία-Άνχαλτ
sackaros σακχαρόζη
sådana åtgärder får inte strida mot de mål som anges τα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να θίγουν τους στόχους που αναφέρονται
sådana beräkningar skall föreläggas kommissionen för förhandsgodkännande ο υπολογισμός αυτός υπόκειται στην προηγούμενη συναίνεση της Eπιτροπής
Sahel Σαχέλ
Sahel-Saharastaternas gemenskap Κοινότητα του Σαχέλ και των Χωρών της Σαχάρας
säkerhets- och bevakningstjänst ασφάλεια και φύλαξη
säkerhetsanordning συστήματα ασφαλείας
säkerställa att fördelarna med denna ordning fullt ut kommer brukarna till godo διασφαλίζει ότι οι χρησιμοποιούντες θα επωφεληθούν πλήρως από την εφαρμογή αυτο29 του κανόνος
säkerställa transportföretagens finansiella jämvikt εξασφαλίζουν την οικονομική ισορροπία των επιχειρήσεων μεταφορών
sakförsäkring ασφάλιση πραγμάτων
sakkunnigutlåtande επιστημονική πραγματογνωμοσύνη
sakkunnigutlåtande på begäran av domstol δικαστική πραγματογνωμοσύνη
saklig behörighet αρμοδιότητα καθ' ύλην
säkra livsmedel ασφάλεια των τροφίμων
säl φώκια
Salaj Sălaj
saliv σίελος