DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N P Q R S T U V W Y Z Ö   <<  >>
Terms for subject Economy (9705 entries)
Nairu ποσοστό ανεργίας που δεν επιταχύνει τον πληθωρισμό
Nairu ποσοστό ανεργίας που δεν οδηγεί σε αύξηση του πληθωρισμού
näringsfrihet ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών
näringsgren κλάδος' οικονομικός κλάδος; κλάδος παραγωγής
näringspåstående ισχυρισμός διατροφής
narkotikahandel εμπορία ναρκωτικών
narkotikamissbruk τοξικομανία
närmare samarbete ενισχυμένη συνεργασία
närpolis αστυνομία της γειτονιάς
närstående bolag προσεταιρισμένη επιχείρηση
närstående bolag προσεταιρισμένη εταιρεία
nationalekonomi εθνική οικονομία
Nationalekonomiska byrån Υπηρεσία εθνικής οικονομίας
nationalförmögenhet εθνικός πλούτος
nationalprodukt εθνικό προϊόν
nationalräkenskaper εθνικοί λογαριασμοί
nationell återhämtningsplan εθνικό σχέδιο ανάκαμψης
nationell befrielserörelse εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα
nationell ekonomi εθνική οικονομία
nationell finansiering εθνική χρηματοδότηση