DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N P Q R S T U V W Y Z Ö   <<  >>
Terms for subject Economy (9705 entries)
lag νόμος
låg hyra χαμηλό ενοίκιο
låg inkomst χαμηλό εισόδημα
låg lön χαμηλόμισθοι
låg-och medelinkomstländer med medelsvår skuldsättningMILIC χώρα χαμηλού εισοδήματος με μέσο εισόδημα ελαφρώς χρεωμένο
laganda ομαδικό πνεύμα
lagändring αναθεώρηση νόμου
lagarbete ομαδική εργασία
lager απόθεμα
lager αποθήκη
lagerbokföring λογιστική υλικού
lagerrum αποθήκη
lageruttag απαξίωση αποθεμάτων
lageruttag μείωση των αποθεμάτων
låginkomstfällan παγίδα χαμηλού μισθού
låginkomstland χώρα με χαμηλό εισόδημα
lagkänsla ομαδικό πνεύμα
lagkommentar νομοθετικός σχολιασμός
lagöverträdelse παράβαση
lågprisbutik κατάστημα εκπτώσεων