Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
P
Q
R
S
T
U
V
W
Y
Z
Ö
<<
>>
Terms for subject
Economy
(9705 entries)
farmaceutisk nomenklatur
φαρμακευτική ονοματολογία
farmaceutisk produkt
φαρμακευτικό προϊόν
farmakologi
φαρμακευτική
farming system
σύστημα γεωργικής εκμετάλλευσης
Färöarna
Νήσοι Φερόες
fårost
τυρί πρόβειο
färsk fisk
νωπό ψάρι
färsk frukt
νωπός καρπός
färsk grönsak
νωπό λαχανικό
färsk produkt
νωπό προϊόν
färskost
νωπό τυρί
färskt kött
νωπό κρέας
fartcertifikat
άδεια ναυσιπλοΐας
fartygs- och flygbesättning
προσωπικό πληρώματος
fascism
φασισμός
fast bruttoinvestering
ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου
fast bruttoinvestering
δημιουργία ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου
fast bruttoinvestering
ακαθάριστη επένδυση πάγιου κεφαλαίου; πάγια ακαθάριστη επένδυση; ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου
fast egendom
ακίνητη περιουσία
fastighetsbolag
εταιρεία διαχείρισης ακινήτων για εμπορική και βιομηχανική χρήση
Get short URL