DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N P Q R S T U V W Y Z Ö   <<  >>
Terms for subject Economy (9705 entries)
befolkning i yrkesverksam ålder πληθυσμός σε ηλικία απασχόλησης
befolkningens geografiska fördelning γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού
befolkningsdynamik πληθυσμιακή δυναμική
befolkningskoncentration συγκέντρωση του πληθυσμού
befolkningsmigration πληθυσμιακή διακίνηση
befolkningsprognos δημογραφική πρόβλεψη
befolkningsräkning απογραφή του πληθυσμού
befolkningsstatistik δημογραφικές στατιστικές
befordran επαγγελματική εξέλιξη
befordran av varor μεταφορά εμπορευμάτων
befordringstid διάρκεια μεταφοράς
befraktning ναύλωση
befria från kravet på förhandstillstånd εξαιρεί της υποχρεώσεως προηγουμένης αδείας
befrielse från exporttullar απαλλαγή από τέλη εξαγωγής
befrielse från tullar αναστολή των δασμών
begåvningsflykt διαρροή επιστημονικού δυναμικού
begränsat partnerskap vid fastighetsaffär ετερόρρυθμη εταιρεία ακίνητης περιουσίας
begränsat partnerskap vid fastighetsaffär ετερόρρυθμη εταιρεία ακινήτων
begränsat självstyre αποκέντρωση
begränsning av saluföring περιορισμός εμπορίας