DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Economy (9705 entries)
pendling inom städer ενδοαστική διακίνηση
pengar νόμισμα
penning- och valutapolitiskt samarbete νομισματική συνεργασία
penningmarknadspapper τίτλος χρηματαγοράς
Pernikregionen περιοχή Pernik
person i arbetskraften εργατικό δυναμικό
personal προσωπικό
personalaktier εργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης
personalföreskrifter υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού
personalmatsal συλλογική εστίαση
personalrepresentation εκπροσώπηση του προσωπικού
personaltillsättning διορισμοί προσωπικού
personalutbildning κατάρτιση των εργαζομένων κατά την εργασία
personbefordran μεταφορά επιβατών
personförsäkring ασφάλιση προσώπων
personifiering av makt προσωποποίηση της εξουσίας
personlig konkurs διαδικασία πτώχευσης
personlig upphovsman συγγραφέας
personlig utveckling προσωπική ανέλιξη
personliga tillhörigheter προσωπικά είδη