DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Economy (9705 entries)
kapitalvaror med kort livslängd βραχυπρόθεσμα κεφαλαιουχικά αγαθά
kapitalvaror med lång livslängd μακροπρόθεσμα κεφαλαιουχικά αγαθά
kapitalvaruindex παραγγελίες διαρκών αγαθών
kapitalvinst κεφαλαιακή υπεραξία
kapitalvinst κεφαλαιακό κέρδος
kapning πειρατεία
kapplöpning mot botten ανταγωνισμός προς τα κάτω
Kardzhaliregionen περιοχή Kardzhali
kärnenergi πυρηνική ενέργεια
Kärnenergibyrån Οργανισμός Πυρηνικής Ενεργείας
kärnenergiindustri πυρηνική βιομηχανία
kärnenergiolycka πυρηνικό ατύχημα
kärnforskning πυρηνική έρευνα
kärnfrukt γιγαρτόκαρπο
kärnfysik πυρηνική φυσική
kärnkemi πυρηνική χημεία
kärnklyvning πυρηνική σχάση
kärnkraftspolitik πολιτική πυρηνικής ενέργειας
kärnkraftverk πυρηνικός σταθμός παραγωγής ενέργειας
kärnreaktor πυρηνικός αντιδραστήρας