DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V WY Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Law (10741 entries)
gemenskapserkännande κοινοτική αναγνώριση
gemenskapsinstitutioner eller gemenskapsorgan κοινοτικά όργανα και οργανισμοί
gemenskapspatenträttens centrala avdelning κεντρικό τμήμα του δικαστηρίου για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
gemenskapsrättsligt organ οργανισμός κοινοτικού δικαίου
generaldirektör för datainspektionen ομοσπονδιακός επίτροπος προστασίας δεδομένων
generalstrejk γενική απεργία
generell övergång καθολική διαδοχή
genkärande αντενάγουσα
genkärande αντενάγων
genkäromål ανταγωγή
genom enhälligt beslut ομόφωνα
genom lag αυτοδικαίως
genom skiljeförfarande μέσω διαιτησίας
genom undantag från κατά παρέκκλιση
genomföra en etapp i förverkligandet av etableringsfriheten på ett visst verksamhetsområde πραγματοποιώ ένα στάδιο της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε ορισμένη δραστηριότητα
genomförandeakt εκτελεστική πράξη
genomförandebefogenheter αρμοδιότητες εκτέλεσης
genomförandebefogenheter εκτελεστικές αρμοδιότητες
genomförandebestämmelser εκτελεστική διάταξη
genomförandebestämmelser νομοθεσία για την μεταφορά κοινοτικής νομοθετικής πράξης στο εθνικό δίκαιο