DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V WY Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Construction (3863 entries)
godkännande κατακύρωσις
godkännande αποδοχή
golvbräder σχάρα δαπέδου
golvribbor σχάρα δαπέδου
golvyta επιφάνεια δαπέδων
göra styv σκληραίνω
göra styv ακαμπτοποιώ
göra styv καθιστώ άκαμπτο
graderat stenmaterial behandlat med kalciumklorid καλά διαβαθμισμένο αδρανές κατεργασμένο με χλωριούχο ασβέστιο
grannkommun γειτονική κοινότητα
grannskapscentrum δευτερεύον κέντρο
grannskapsenhet μονάδα γειτονιάς
gränsjämvikt οριακή ισορροπία
gränslastkombination οριακός συνδυασμός δράσεων
gränslastkombination μέγιστος συνδυασμός δράσεων
gränsstad παραμεθόρια πόλη
grävd brunn φρέαρ δι'ανορύξεως
grävmaskinförare χειρισταί χωματουργικών μηχανημάτων
grävning under skydd εκσκαφή υπό κάλυψιν
grind εσχάρα