DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Economy (9705 entries)
färsk grönsak νωπό λαχανικό
färsk produkt νωπό προϊόν
färskost νωπό τυρί
färskt kött νωπό κρέας
fartcertifikat άδεια ναυσιπλοΐας
fartygs- och flygbesättning προσωπικό πληρώματος
fascism φασισμός
fast bruttoinvestering ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου
fast bruttoinvestering δημιουργία ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου
fast bruttoinvestering ακαθάριστη επένδυση πάγιου κεφαλαίου; πάγια ακαθάριστη επένδυση; ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου
fast egendom ακίνητη περιουσία
fastighetsbolag εταιρεία διαχείρισης ακινήτων για εμπορική και βιομηχανική χρήση
fastighetsbolag κτηματομεσιτική εταιρεία για εμπορική και βιομηχανική χρήση
fastighetsföretag επιχείρηση ακινήτων
fastighetsmoms ΦΠΑ επί ακινήτων
fastighetsregister δημόσιο κτηματολόγιο
fastighetsskatt έγγειος φόρος
fastighetsspekulation οικοδομική κερδοσκοπία
fastighetsuthyrning ενοικίαση ακινήτου
fastränteanbud δημοπρασία με καθορισμένο επιτόκιο