DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N P Q R S T U V W Y Z Ö   <<  >>
Terms for subject Economy (9705 entries)
åkermark καλλιεργήσιμη γη
åklagarmyndighet εισαγγελική αρχή
aktie μετοχή
aktieägare μέτοχος
aktiebolag ανώνυμη εταιρεία
aktiv finanspolitik ευχέρεια ως προς τη δημοσιονομική πολιτική
aktiv förädling ενεργητική τελειοποίηση
aktiv styrning av balansräkningen διαχείριση ενεργητικού - παθητικού
aktiverad ενεργοποιημένος
aktiveringspris τιμή ενεργοποίησης
aktsamhetsregel κανόνας προληπτικής εποπτείας
akustik ακουστική
akutmedicin επείγουσα ιατρική
Aladi ALADI
Aladi-länder χώρες του ALADI
Åland Νήσοι Ώλαντ
åldersfördelning κατανομή κατά ηλικία
åldersförsäkring ασφάλεια γήρατος
åldrande befolkning δημογραφική γήρανση
äldre arbetstagare ηλικιωμένος εργαζόμενος