DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V WY Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Law (10741 entries)
sedel utställd i valutor τραπεζογραμμάτιο που εκφράζεται σε νομίσματα
sedelförfalskning παραχάραξη τραπεζογραμματίου
sedelutgivning έκδοση τραπεζογραμματίων
sedvanerätt έθιμο
sekretess επαγγελματικό απόρρητο
sekretess avseende know-how απόρρητος χαρακτήρας της τεχνογνωσίας
sekretessklausul ρήτρα εχεμύθειας
sektorsgruppering κατηγορία
selektiv anbudsinfordran κλειστή διαδικασία
selektiv migration επιλεγμένη μετανάστευση
selektiv migration επιλεκτική μετανάστευση
selektivt förfarande κλειστή διαδικασία
semesterår έτος άδειας
semesterersättning αποζημίωση για τη μη πραγματοποίηση της άδειας αναψυχής
semesterersättning αποζημίωση άδειας
semesterlag νόμος αναφερόμενος στην άδεια μετ'αποδοχών
semesterledighetens slut λήξη της άδειας
semesterperiod εποχή κατά την οποία ο εργαζόμενος μπορεί να λάβει την άδειά του
semesterperiod περίοδος διακοπών
semesterperiod περίοδος χορήγησης αδειών αναψυχής