Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Latvian
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
R
S
T
U
V
W
Ž
<<
>>
Terms for subject
General
(2933 entries)
divkāršs kvalificēts vairākums
διπλή ενισχυμένη πλειοψηφία
divkāršs kvalificēts vairākums
διττή ενισχυμένη πλειοψηφία
divpunktu savienojums
από σημείο σε σημείο
divpunktu savienojums
σταθεροζευκτικός
divpunktu savienojums
σταθερός ζεύξεως
Dohas vienošanās
Συμφωνία της Ντόχα
dokumentu izstrādes grupa
συντακτική ομάδα
droša vide
ασφαλές και προστατευμένο περιβάλλον
dublējošā centrālā vienība
Σύστημα συνέχισης της λειτουργίας
Dublinas sašaurinātā grupa
μίνι-ομάδα του Δουβλίνου; τοπική ομάδα του Δουβλίνου
dubults balsu vairākums
διττή πλειοψηφία
dubults balsu vairākums
διπλή πλειοψηφία
dubults kvalificēts vairākums
διττή ενισχυμένη πλειοψηφία
dubults kvalificēts vairākums
διπλή ενισχυμένη πλειοψηφία
dūņas
ιλύς
dzimuma un vecuma rādītājs
δείκτης φύλου-ηλικίας
dzimumnoziegumi
έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας
dzimumorgānu izkropļošana
ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων
Dzīvnieku produktu jautājumu darba grupa
(aitas un kazas gaļa)
Ομάδα "Ζωικά προϊόντα
(αίγειο και πρόβειο κρέας)
e-darījumi
ηλεκτρονικό επιχειρείν
Get short URL