DictionaryForumContacts

   Latvian Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S TV W X Y Z Ā Č Ē Ģ Ī Ķ Ļ Ņ Š Ū Ž   <<  >>
Terms for subject Transport (1922 entries)
ātruma ierobežošanas ierīce μηχανισμός για τον περιορισμό της ταχύτητας; συσκευή για τον περιορισμό της ταχύτητας
ātruma ierobežotājs μηχανισμός για τον περιορισμό της ταχύτητας; συσκευή για τον περιορισμό της ταχύτητας
ātrumtures sistēma ταχοστάτης
atskaites punkts σημείο δεδομένου
atšķirīga rūdīšana διαφορική σκλήρυνση
atslāņošanās novērtējums τιμή εγκάρσιας τομής
atslāņošanās tests δοκιμή εγκάρσιας τομής
atsperotā masa αιωρούμενο βάρος
atsperotā masa αναρτημένη μάζα
atsperotā masa αποσβεννύμενο βάρος
atsperots sēdeklis κάθισμα με ανάρτηση
atsperu bremze ελατηριωτή πέδη
atstarojošā ierīce διάταξη αντανάκλασης
atstarojošās ierīces leņķiskais diametrs γωνιακό άνοιγμα της διάταξης αντανάκλασης
atstarojošs optiskais elements αντανακλαστική οπτική ενότητα
atstarojošs optiskais elements οπτικό στοιχείο ενδοανάκλασης
atstarojuma etalons πρότυπο ανακλαστικότητας
atstarotāja apgaismojošā virsma φωτίζουσα περιοχή αντανακλαστήρα
atstarotājs αντανακλαστήρας
attālums starp diviem lukturiem απόσταση μεταξύ δύο φανών