DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I K L M N P R S T V Z Ū   <<  >>
Terms for subject Pharmacy and pharmacology (272 entries)
klīniskā izpēte κλινική δοκιμή
klīniskā robežvērtība κρίσιμη συγκέντρωση
klīniskā robežvērtība όριο ευαισθησίας
Klīnisko izmēģinājumu koordinācijas un konsultāciju grupa Συντονιστική και συμβουλευτική ομάδα κλινικών δοκιμών
klīnisks pētījums κλινική μελέτη
klusējot dotā atļauja σιωπηρή έγκριση
kombinētās jaunieviestās terapijas zāles συνδυασμένο φάρμακο προηγμένης θεραπείας
kombinētās jaunieviestās terapijas zāles συνδυασμένο φάρμακο προηγμένων θεραπειών
konjugāts προϊόν σύζευξης
konjugāts σύζευγμα
kontrindikācija αντένδειξη
kontroldzīvnieks ζώο μάρτυρας
konusveida dzirnavas κωνικός μύλος άλεσης
Kopīga tehnoloģiju ierosme novatorisku zāļu jomā κοινή τεχνολογική πρωτοβουλία για τα καινοτόμα φάρμακα
kopuzņēmums IMI κοινή επιχείρηση της πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα
kopuzņēmums IMI κοινή επιχείρηση για την υλοποίηση της κοινής τεχνολογικής πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα
Kopuzņēmums novatorisku zāļu jomā uzsāktās ierosmes īstenošanai κοινή επιχείρηση για την υλοποίηση της κοινής τεχνολογικής πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα
Kopuzņēmums novatorisku zāļu jomā uzsāktās ierosmes īstenošanai κοινή επιχείρηση της πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα
līnijas paplašināšana επέκταση άδειας κυκλοφορίας
maisītājs αναμείκτης