DictionaryForumContacts

   Estonian Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V WY Z Ä Ö Ü Õ Š Ž   <<  >>
Terms for subject Economy (8036 entries)
töökohtade loomist soosiv majanduskasv οικονομική μεγέθυνση δημιουργός θέσεων απασχόλησης
töökohtade vähendamine κατάργηση θέσεων απασχόλησης
töökohti loov majanduskasv οικονομική μεγέθυνση δημιουργός θέσεων απασχόλησης
töökohus δικαστήριο εργατικών διαφορών
töökord εσωτερικός κανονισμός
töökorraldus οργάνωση της εργασίας
tööleping σύμβαση εργασίας
töölepingute kollektiivne ülesütlemine ομαδική απόλυση
töölesobivus απασχολησιμότητα
töölesundimine επίταξη των εργαζομένων
töölevõtmine πρόσληψη
töölevõtukonkurss διαγωνισμός δημοσίου
tööline εργάτης
töölisklass εργατική τάξη
töölisliikumine εργατικό κίνημα
töölispartei εργατικό κόμμα
Tööliste Internatsionaal Εργατική Διεθνής
töölt puudumine συστηματική απουσία από την εργασία
töölt vabastamine απόλυση
tööluba άδεια εργασίας