DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V W XZ Ï Ë   <<  >>
Terms for subject Labor law (3674 entries)
bevoegdheid ικανότητα
bevolking in de werkende leeftijd ενεργός πληθυσμός
bevolking in de werkende leeftijd πληθυσμός σε ηλικία εργασίας
bevorderen van investeringen in opleidingen υποστήριξη για επένδυση-κατάρτιση
bevorderingstermijn προθεσμία προαγωγής
bevrachter/reder φορτωτής
bewaker φύλακες πρόσωπα παροχής προστασίας και ασφαλείας
bewakingspersoneel φύλακες πρόσωπα παροχής προστασίας και ασφαλείας
bewegingspatroon κινητικό παττέντο
bewegingspatroon κινητικό σχήμα
bewerkingstijd χρόνος μηχανικής κατεργασίας
bewerkingstijd χρόνος μηχανούργισης
bewijs van arbeidsongeschiktheid πιστοποιητικό ανικανότητας προς εργασία
bewijs van de werkgever πιστοποιητικό εργοδότη
bewijs van onvermogen πιστοποιητικό απορίας
bewijs van verrichte arbeid πιστοποιητικό εργασίας
bezetting κατάληψη της επιχείρησης
bezettingsgraad ποσοστό απασχόλησης
bezinkingsapparaat δειγματολήπτης σκόνης με "κατακόρυφο" επιλογέα-ταξινομητή
bezinkingsapparaat δειγματολήπτης σκόνης με "οριζόντιο" επιλογέα-ταξινομητή