Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Agriculture
(28364 entries)
beendermeel
σπασμένα κόκκαλα
beendermeel
οστεάλευρο
beendermeel, ontlijmd
αποζελατινοποιημένο οστεάλευρο
beenderolie
οστέλαιο
beengedeelte
εσωτερική όψη
beenhouwerij
κρεοπωλείον
beenklem
δέσιμο στο πίσω μέρος του γονάτου
beenklem
σφιγκτήρας ακροταρσίου
beenkleur
χρωματισμός ποδιών
beenlijm
οστεόκολλα
beenteer
έλαιο Dippel
beenteer
έλαιο των οστών
beenteer
πίσσα των οστών
beenzwart
ζωική τέφρα
beerbig
αρσενικό γουρουνάκι
beerbig
αρσενικό χοιρίδιο
beerput
φρεάτιο
beervlinder
αρκτία των σταυρανθών
beetsuiker
ζάχαρη από τεύτλα
beetsuiker
ζάχαρη ζαχαροτεύτλων
Get short URL