DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V W XZ Ï Ë   <<  >>
Terms for subject Labor law (3674 entries)
ACTEUR-groep ομάδα ACTEUR
Actie voor de werkgelegenheid in Europa-Een vertrouwenspact Δράση για την απασχόληση στην Ευρώπη-Ένα σύμφωνο εμπιστοσύνης
actiecomité επιτροπή δράσης
Actieprogramma van de Europese Gemeenschap voor langdurig werklozen Πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπέρ των από μακρού χρόνου ανέργων
Actieprogramma voor werkgelegenheidsgroei Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της απασχόλησης
actieve bevolking ενεργός πληθυσμός
actieve controle άμεσος έλεγχος της εργασίας
activiteitencentrum κέντρο επαγγελματικής δραστηριότητας
activiteitsanalyse ανάλυση δραστηριότητας
ademhalingsbeschermingshelm αναπνευστικό κράνος
ademhalingsbeschermingsmiddel voor zelfredding προστατευτική αναπνευστική συσκευή τύπου διαφυγής
ademhalingshygiene bij gebruiker υγιεινή της αναπνοής του χρήστη
ademhalingstoestel αναπνευστική συσκευή
adjunct αναπληρωτής
adjunct αντικαταστάτης
adjunct βοηθός
afbramer τροχιστής
afdeklaag στρώμα επικάλυψης
afdelingschef μάγειρος υπεύθυνος τμήματος
afgeleid effect op de werkgelegenheid επιπτώσεις στην απασχόληση