Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3674 entries)
absenteïsme
απουσία λόγω ασθενείας
absenteïsme
απουσία μισθωτού
achterasbelasting
αποδεκτό φορτίο επί του οπισθίου άξονος
achturige werkdag
οκτάωρη ημέρα
ACTEUR-groep
ομάδα ACTEUR
Actie voor de werkgelegenheid in Europa-Een vertrouwenspact
Δράση για την απασχόληση στην Ευρώπη-Ένα σύμφωνο εμπιστοσύνης
actiecomité
επιτροπή δράσης
Actieprogramma van de Europese Gemeenschap voor langdurig werklozen
Πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπέρ των από μακρού χρόνου ανέργων
Actieprogramma voor werkgelegenheidsgroei
Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της απασχόλησης
actieve bevolking
ενεργός πληθυσμός
actieve controle
άμεσος έλεγχος της εργασίας
activiteitencentrum
κέντρο επαγγελματικής δραστηριότητας
activiteitsanalyse
ανάλυση δραστηριότητας
ademhalingsbeschermingshelm
αναπνευστικό κράνος
ademhalingsbeschermingsmiddel voor zelfredding
προστατευτική αναπνευστική συσκευή τύπου διαφυγής
ademhalingshygiene bij gebruiker
υγιεινή της αναπνοής του χρήστη
ademhalingstoestel
αναπνευστική συσκευή
adjunct
αναπληρωτής
adjunct
αντικαταστάτης
adjunct
βοηθός
Get short URL