Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3674 entries)
zadelmaker-tuigmaker
κατασκευαστής ιπποσκευής
zager
πριονιστής ξύλου
zager in warmwalserij
χειριστής πριονιού
zakenreis
επαγγελματική διαδρομή
zandformer
τυπωτής
zanger
τραγουδιστής
zeekabellegger
τοποθετητής υποβρυχίων καλωδίων
zeemleerlooier
βυρσοδέψης αιγάγρου
zeer arbeidsintensieve dienst
υπηρεσία υψηλής έντασης εργασίας
zekerheid van betrekking
ασφάλεια των θέσεων απασχόλησης
zeldzaamheidsrente
εισόδημα αγαθού εν ανεπαρκεία
zeldzaamheidsrente
πρόσοδος λόγω σπανιότητος
zelfbeschikking
αυτοπροσδιορισμός
zelfbestuur
αυτοδιαχείρηση
zelfstandig beroep
παροχή υπηρεσιών από ελεύθερο επαγγελματία
zelfstandig ondernemerschap
αυτοαπασχόληση
zelfstandig werkend kok
μάγειρος
zelfstandige
μη μισθωτός
zelfstandige
αυτοαπασχολούμενος
zelfverdedigingsvoorwerpen
μέσο ατομικής προστασίας
ΜΑΠ
για την αυτοάμυνα σε περίπτωση απρόκλητης επίθεσης
Get short URL