Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Coal
(1950 entries)
wrijvingsgevoeligheid
ευαισθησία σε τριβή
wurgen
συσφίγγω
wurgen
σύσφιξη
wurgen
σύνδεση
wurgtang
λαβίδα σύνδεσης
zandbed
στρώμα άμμου
zanderige mergel
αμμώδης μάργη
zeeboring
θαλάσσια γεώτρηση
zeefklasse
κοκκομετρικόν κλάσμα
zeer poreuze kooks
σπογγώδες κωκ
zeezand
άμμος θάλασσας
zelfafdichtende deur
αυτοστεγανοποιουμένη θύρα
zelfstandig booreiland
αυτόνομη γεωτρητική μονάδα
zelfvergrendelende deur
αυτοστεγανοποιουμένη θύρα
zijdelings inbraakgat
πλευρικά διατρήματα προεκσκαφής
zilverhoudend erts
αργυροφόρο μετάλλευμα
zilverresidu
αργυροφόρα λάσπη
zilverzand
άμμος για την υαλουργία
zinker
υποβρύχια σωλήνωση
zirkiet
ζιρκίτης
Get short URL