Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Industry
(19412 entries)
walsrooster
μηχανική εσχάρα με περιστροφικές ράβδους
walsspleet
άνοιγμα μεταξύ των κυλίνδρων
walstafel
τράπεζα χύτευσης
walstap
στροφέας του κυλίνδρου
walsviltplek
μουαρέ
walswerktuig
έλαστρο
wan
χώρος διαστολής
wan
κοίλωμα
wan
βαθούλωμα
wand met dikteverschil
Tοίχωμα ανισόπαχο
wanddiktemal
Mετρητής πάχους τοιχώματος
wanddiktemeetapparaat
Mετρητής πάχους τοιχώματος
wanddiktemeter
Eλεγκτής λεπτού τοιχώματος
wandelement
στοιχείο του τοίχου
wandelondersteuning
βαδίζουσα υδραυλική υποστήριξη
wandelstok
μπαστούνι
wandelstok
βακτηρία
wandelstok
κν.μπαστούνι
wandelstokparaplu
ομπρέλα-ράβδος
wandkleed
τάπητας τοίχου
Get short URL