DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V W X Y Z Ï Ë   <<  >>
Terms for subject Construction (5382 entries)
vakwerkkolom δικτυωτός στύλος
vakwerkmast στύλος δικτυωτός
vakwerkmast ιστός δικτυωτός
vakwerkspant δικτυωτό ζευκτό
vakwerkspant bestaande uit ramen met twee scharnierverbindingen δικτυωτά ζευκτά αποτελούμενα από πλαίσια διπλής άρθρωσης
vakwerkstaaf ράβδος δικτυώματος
vakwerkstaaf δικτυωτή ράβδος
vakwerkverband δικτυωτή σύνδεση
vakwerkverband τριγωνική σύνδεση
valraam παράθυρο με περιστρεφόμενα φύλλα
valse voeg ψευδοένωση
valvormbaksteen τούβλο κατασκευασμένο δια της πτώσης
van tevoren bevochtigen προκαταρκτική διαβροχή
van verontreiniging verdacht pluimvee πουλερικά ύποπτα μολύνσεως
vast punt σημείο αναφοράς
vast punt ένδειξη θέσης
vaste bekisting σταθεροί τύποι
vaste oplegging σταθερόν εφέδρανον
vaste stuw φράγμα εκτροπής με μόνιμη στέψη
vaste stuw εκχειλιζόμενον φράγμα εκτροπής