Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Business
(479 entries)
uitsplitsen
κατανέμω
uniforme-prijsveiling
δημοπρασία ενιαίας τιμής
vakbekwaamheidsexamen
εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας
van te verwaarlozen betekenis
αμελητέας σημασίας
vaste capaciteit
αμετάβλητη δυναμικότητα
vaste capaciteit
εξασφαλισμένη δυναμικότητα
veiling bij opbod
δημοπρασία αυξανόμενου ρολογιού
veiling bij opbod
δημοπρασία αυξανόμενου τιμήματος
veilinghouder
ο διενεργών δημοπρασία
veilingmeester
ο διενεργών δημοπρασία
venduhouder
ο διενεργών δημοπρασία
vendumeester
ο διενεργών δημοπρασία
vennootschap bij wijze van geldschieting op aandelen
ετερρόρυθμος εταιρεία διά μετοχών
vennootschap onder firma
ομόρρυθμος εταιρεία
vennootschap onder firma
ομόρρυθμη εταιρεία
vennootschapsbestuur
εταιρική διακυβέρνηση
vennootschapsvorm
εταιρία ορισμένης μορφής
verbod van individuele vervolgingen
απαγόρευση της ατομικής διώξεως
verbonden onderneming
συνδεδεμένη επιχείρηση
verbonden partij
συνδεδεμένη εταιρεία
Get short URL