Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Business
(479 entries)
personeelslid
μέλος του προσωπικού που απασχολείται
personenvennootschap
πρωσωπική εταιρία
persoon die in eigen naam maar voor rekening van ..... handelt
πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό τρίτου
persoon, belast met de wettelijke controle van boekhoudbescheiden
πρόσωπο υπεύθυνο
(υπεύθυνος)
για τον έλεγχο των λογιστικών εγγράφων
pin
προσωπικός αριθμός αναγνώρισης
pondspondsgewijze voldoening van de concurrente schuldeisers
σύμμετρη ικανοποίηση των εγχειρογράφων πιστωτών
pos-apparaat
τερματικά σε σημεία πώλησης
positieve en negatieve omrekeningsverschillen
θετικές και αρνητικές εκ μετατροπής διαφορές
posten samenvoegen
συγχωνεύω λογαριασμό
postorderbedrijf
oίκoς πωλήσεωv με αλληλoγραφία
postorderbedrijf
εταιρία πωλήσεωv με αλληλoγραφία
postorderbedrijf
κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία
prestatie van de schuldenaar
παροχή του οφειλέτη
programma voor het concurrentievermogen van ondernemingen en voor kmo's
πρόγραμμα για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τις ΜΜΕ
raad van commissarissen
Εποπτικό Συμβούλιο
Raad van Toezicht
Εποπτικό Συμβούλιο
ratingoutlook
προοπτική αξιολόγησης
recht van voorkeur voor de aandeelhouders
δικαίωμα προτίμησης υπέρ των μετόχων
rechten, verbonden aan aandelen
δικαιώματα που απορρέουν από τις μετοχές ή τα μερίδια
rechtsvorm
εταιρία ορισμένης μορφής
Get short URL