Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Coal
(1950 entries)
isolerende sluitstop
πώμα
isolerende sluitstop
ελαστικό πώμα μονώσεως
jodiumhoudend tafelzout
επιτραπέζιο ιωδιούχο αλάτι
kaakbreker
σπαστήρας με σιαγόνες
kabelboring
γεώτρηση με συρματόσχοινο
kabelmof
σωληνωτός ακροσύνδεσμος συρματοσχοίνου
kabelverbinding
σύνδεσις ετερογενών καλωδίων
kalimijn
ορυχείο καλίου
kalkalbast
ασβεστούχος αλάβαστρος
kalksteengroeve
λατομείο ασβεστολίθου
kalorierijk gas
αέριον υψηλής θερμικής αποδόσεως
kamer
θάλαμος παραγωγής
kamer
κάμινος
kamer
θάλαμος κλιβάνου οπτάνθρακος
kamerovens
τύπος οπτανθρακοποιείου
kamervulling
πλήρωσις καμίνου
kamerwand
διαχωριστικόν τοίχωμα
kantenblok
γωνιακός όλμος
Kasselse aarde
γαία του Κάσσελ
kegelbreker
περιστροφικός σπαστήρας με κώνους
Get short URL