DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
A B C D E F G H I J K L MO PR S T U V W X Y Z Ï Ë   <<  >>
Terms for subject Oil / petroleum (152 entries)
mobiel platform αυτοκινούμενη ημιβυθιζόμενη πλατφόρμα γεωτρήσεων
oliebron πετρελαιοπηγή
olieput πετρελαιοπηγή
olieraffinaderij διϋλιστήριο πετρελαίου
olieschok πετρελαϊκή κρίση
omloopolie ανακυκλωμένο πετρέλαιο
ondergrondse verbranding επί τόπου καύση
ondergrondse verbranding υπόγεια καύση
ontparaffineren met behulp van oplosmiddel απομάκρυνση παραφίνης με χρήση διαλύτη
ontparaffineren met behulp van oplosmiddel αποπαραφίνωση με διαλύτη
opsporingsboring ερευνητική γεώτρηση
opzettelijk in een bepaalde richting boren κατευθυνόμενη διάτρηση
opzettelijk in een bepaalde richting boren διάτρηση υπό γωνία
orthoxylol ορθοξυλένιο
petroleumcokes οπτάνθρακας από πετρέλαιο
petroleumkooks οπτάνθρακας από πετρέλαιο
pleisterlaag κέικ λάσπης
pleisterlaag πλακούντας λάσπης
put ερευνητική γεώτρηση
raffinaderijgas αέριο ραφιναρίας