Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Mechanic engineering
(17989 entries)
filterfijnheid
διάσταση βρόχου φίλτρου
filterkaars
διηθητικό κηρίο
filterkaars
διηθητικός κύλινδρος
filtermateriaal
διηθητική επιφάνεια
filtermof van textiel
βραχιόλι από ύφασμα
filterpers
πρεσσόφιλτρο
filterplug
καπάκι διήθησης
filterplug
καπάκι καθαρισμού
filterplug
καπάκι φιλτραρίσματος
filterzak
φιλτρόσακκος
filtratiesnelheid
ρυθμός φιλτραρίσματος
filtratiesnelheid
ταχύτητα φιλτραρίσματος
filtreermateriaal
διηθητική μάζα
fineerhout
επίστρωμα ξύλου
fineerhout
καπλαμάς
fix
σημείο ελέγχου
fixeerbout voor een as
πείρος αξόνων
fixeergat
οπή συγκράτησης
fixeerschroef
κοχλίας ακτινικής σύσφιξης
flaconvriesdroger
θάλαμος "σκαντζόχοιρος"
Get short URL