DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V W X Y Z Ï Ë   <<  >>
Terms for subject Forestry (305 entries)
handwerker υλοτόμος χωρίς μηχάνημα
harswinningseenheid δυνατότης ρητινεύσεως
harthout εγκάρδιον ξύλον
hemlock κωνοφόρο έλατο
herlaar καρπίνος
herlaar γαύρος
herlaar γράβος
Himalaya-cypres κυπάρισσος ο θυσανωτός
hoofdsleuf κεντρικό μονοπάτι δάσους
hoog geboomte δάσος σπερμοφυές
hoog opgaand bos δάσος σπερμοφυές
hoog opgaand hout δάσος σπερμοφυές
houthakker die niet van machines gebruik maakt υλοτόμος χωρίς μηχάνημα
houtkap υλοτομία
houtspander πριονίδι
houtuitsleper μετατοπιστής
Indische berk βετούλη η χρήσιμος
Indische vijgeboom φίκος ο ιερός
indompeling εμποτισμός με ελεύθερη εμβάπτιση
inheemse opstand ιθαγενής συστάδα