DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I K L M N O P Q R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject Commerce (1423 entries)
werving via rechtstreekse benadering μέθοδος άμεσων προσλήψεων
wet D'Amato νόμος περί επιβολής κυρώσεων στο Ιράν και τη Λιβύη; νόμος Ντ' Αμάτο
wet inzake sancties tegen Iran en Libië νόμος περί επιβολής κυρώσεων στο Ιράν και τη Λιβύη; νόμος Ντ' Αμάτο
wholesale markt χονδρική αγορά
Wijnovereenkomst Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Νοτίου Αφρικής σχετικά με το εμπόριο οίνου
willekeurige weigering om reserveonderdelen te leveren αυθαίρετη άρνηση παράδοσης των ανταλλακτικών εξαρτημάτων
winstmarge περιθώρια κέρδους
Zak Σάκκος
zelfregulerende instantie αυτορρυθμιζόμενη οργάνωση
zelfregulerende instantie αυτόνομο όργανο
zelfreguleringscode κώδικας εθελοντικής αυτορρύθμισης
zelfreguleringsinstantie αυτόνομο όργανο
zelfreguleringsinstantie αυτορρυθμιζόμενη οργάνωση
zelfstandige aanwezigheid op de markt ανεξάρτητη παρουσία στην αγορά
zelfstandige ondernemer ανεξάρτητος έμπορος
zending per brievenpost αποστολή επιστολικού ταχυδρομείου
zich onttrekken aan de regels van de mededinging διαφεύγουν τους κανόνες ανταγωνισμού
zichtweersomstandigheden μετεωρολογικές συνθήκες για πτήσεις εξ όψεως
zichtweersomstandigheden μετεωρολογικές συνθήκες πτήσης εξ όψεως
zichtweersomstandigheden μετεωρολογικές συνθήκες όψεως