DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W X Z   <<  >>
Terms for subject Labor law (3674 entries)
vakkracht straatmaken κατασκευαστής δαπέδων κυκλοφορίας
vakkracht verpakkingsmiddelenvervaardiging τεχνίτης κατασκευής προϊόντων συσκευασίας
vakkracht waterbouw τεχνίτης διαύλων και προστασίας ακτών
vakkundig sloper χειριστής κομπρεσέρ
vakkundig sloper χειριστής αεροσυμπιεστή
vakkundig verkoper ειδικοί πωλητές
vaklieden εξειδικευμένοι
vakraad ισομερής επιτροπή
val πτώση στο ίδιο επίπεδο
vallen πτώση στο ίδιο επίπεδο
Varend Personeel ιπτάμενο προσωπικό
variabele werktijd met ploegendienst μεταβλητό ωράριο ανά βάρδια
variatie in methode παρέκκλιση της μεθόδου
vast aangesteld personeelsliddeel uitmakend van de vaste formatie υπάλληλος σε οργανική θέση
vast rooster εργασία με σταθερό ωράριο
vaste aanstelling in een hogere rang μονιμοποίηση σε ανώτερο βαθμό
vaste arbeider μόνιμος εργάτης
vaste verdienste κατ'αποκοπήν αποδοχές
vastheid vd helm op het hoofd συγκράτηση του κράνους στο κεφάλι
vatenvuller χειριστής μηχανής πληρώσεως δοχείων