DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Metallurgy (11605 entries)
uiteindelijke meetlengte μήκος μέτρησης μετά τη θραύση
uitgegloeid gietijzer ελατός χυτοσίδηρος
uitgehold elektrode-einde κοίλο άκρο ηλεκτροδίου
uitgesneden stuk τεμάχιο ελάσματος
uitgesneden stuk δίσκος
uitgesponst stuk κομμάτι προς επεξεργασία
uitgesponst stuk όγκωμα
uitgewerkt programma vooruitzichten εμπεριστατωμένο πρόγραμμα προβλέψεων
uitgloeien αποστατική ανόπτηση
uitgloeien αποτατική ανόπτηση,ανόπτηση αποκαταστάσεως
uitgloeien van een las κανονικοποίηση συγκόλλησης
uitgloeien van een las κανονικοποίηση ραφής
uithaalsnelheid ταχύτητα εξαγωγής
uithalen εξαγωγή
uithoeken μερική διάτμηση
uithoekgereedschap εργαλείο μερικής διάτμησης
uitkotteren τρυπώ
uitkotteren διανοίγω οπή
uitkotteren τρυπανίζω
uitlaatnippel σύνδεσμος σωλήνα με σπείρωμα