DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject Insurance (2778 entries)
pensioengerechtigde δικαιούχος συντάξεως
pensioenhypotheek ενυπόθηκο δάνειο από ασφαλιστική εταιρία συντάξεων
pensioenpremie ποσοστό συνεισφοράς στο συνταξιοδοτικό καθεστώς
pensioenrecht συνταξιοδοτικό δικαίωμα
pensioenregeling bij verzekeringsmaatschappij συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που συνάφθηκε με ασφαλιστική εταιρία
pensioenregeling gebaseerd op bijdragen σύστημα με βάση τις καταβληθείσες εισφορές
pensioenregeling met uitkeringen op basis van het gemiddelde jaarloon σύνταξη που βασίζεται στο μέσο όρο των ετησίων αποδοχών κατά τη διάρκεια των ετών υπηρεσίας
pensioenregeling op basis van alle afzonderlijke dienstjaren συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που οι παροχές του υπολογίζονται αναλογικά των ετησίων αποδοχών
pensioenregeling op basis van het eindloon συνταξιοδοτικό πρόγραμμα του οποίου η πρόσοδος υπολογίζεται βάσει του τελευταίου συντάξιμου μισθού
pensioenstelsel voor hoge inkomens ασφάλιση υψηλών στελεχών
pensioentransferregeling σχέδιο μεταβίβασης δικαιωμάτων σύνταξης
pensioentrekker συνταξιούχος
pensioentrekker δικαιούχος συντάξεως
pensioentrekker δικαιούχος σύνταξης
pensioentrekker δικαιούχος μιας σύνταξης
pensioenverhoging of aanvulling van pensioenen voor kinderen συνταξιοδοτική προσαύξηση ή συνταξιοδοτικά επιδόματα λόγω τέκνων
per capita-premie ασφάλιστρο κατά κεφαλή
per herverzekering of per directe verzekering ανατασφάλιση ή επευθείας εργασία
percentage van de minimumaanbetaling ποσοστό ελάχιστης μερικής πληρωμής
percentage-aanpassing ποσοστιαίες μεταβολές