DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I K L M N O P R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject Business (479 entries)
luidend in vreemde valuta εκφρασμένος σε συνάλλαγμα
marktmanipulatie χειραγώγηση της αγοράς
materiële activa ενσώματα περιουσιακά στοιχεία' υλικά περιουσιακά στοιχεία
met afzonderlijke vermelding αναγράφοντας χωριστά; με χωριστή μνεία
met de controle van de jaarrekening belaste persoon πρόσωπο υπεύθυνο (υπεύθυνος) για τον έλεγχο των λογαριασμών
met redenen omkleed δεόντως αιτιολογημένος; επαρκώς δικαιολογημένος
met verlies of winst afgesloten worden το αποτέλεσμα της (οικονομικής) χρήσεως είναι κέρδος ή ζημία
micro-entiteit μικρομονάδα
middelen op eigen naam, doch voor rekening van een ander beheren διαχειρίζομαι επ'ονόματί μου, αλλά για λογαριασμό τρίτου
minderheidsdeelneming μειοψηφική συμμετοχή
moedermaatschappij εταιρία χαρτοφυλακίου
monistisch stelsel μονιστική δομή' μονιστικό σύστημα
naam van de vennootschap εταιρική επωνυμία; επωνυμία
naar behoren gemotiveerd δεόντως αιτιολογημένος; επαρκώς δικαιολογημένος
netto-omzet καθαρές πωλήσεις; καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών
niet gerealiseerde winst op beleggingen μη ρευστοποιηθείσες υπεραξίες από επενδύσεις
niet uitgekeerde winst αδιανέμητα κέρδη
niet uitgekeerde winst κέρδη εις νέον
niet uitgekeerde winst παρακρατηθέντα κέρδη
niet-gerealiseerd verlies op beleggingen μη ρευστοποιηθείσες ζημίες από επενδύσεις