DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject Coal (1950 entries)
ingeschakelde grendels ενεργοποιούμενο ανασχετικό φράγμα
ingewassen stortsteen διαβρεγμένη λιθορριπή
inhoud van een opslagplaats ποσότητα εκρηκτικών υλών αποθήκης
initiatief inzake transparantie van winningsindustrieën Πρωτοβουλία για τη διαφάνεια των εξορυκτικών βιομηχανιών
initiatief van de Gemeenschap betreffende de economische omschakeling van steenkoolwinningsgebieden Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με την οικονομική αναδιάρθρωση των ανθρακοφόρων περιοχών; Κοινοτική πρωτοβουλία όσον αφορά την οικονομική ανασυγκρότηση των περιοχών με ανθρακωρυχεία
initiatiegeschiktheid ευαισθησία διέγερσης
initiatiepunt σημείο έναυσης εκρήξεως
initiatievermogen δυνατότητα εναύσεως
initiëren έναυση
inklemmen σύνδεση
inklemmen σύσφιξη
inkoling ενανθράκωσις
inkolingsgraad βαθμός ενανθρακώσεως
inrichting voor het opwikkelen van de schachtkabels τύμπανα περιτυλίξεως διά τα συρματόσχοινα ανελκύσεως
inslaghoek γωνία πρόσκρουσης
inslagwand τοίχος εξοστράκισης
inslagwand τοίχος πρόσκρουσης
inspectiekuil φρεάτιο επίσκεψης
intrekbare pijler συμπτυσσόμενη κολώνα
intrekbare pijler τηλεσκοπικό ποδάρι στήριξης