DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I K L M N O P R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject Business (479 entries)
invloed van betekenis ουσιώδης επιρροή
kader στέλεχος επιχείρησης
kader υπάλληλος διεύθυνσης
kapitaal dat is opgevraagd maar nog niet is gestort ληξιπρόθεσμο αλλά μη καταβληθέν ακόμη κεφάλαιο
kapitaalvennootschap κεφαλαιουχική εταιρία
kapitaalvennootschap κεφαλαιουχική εταιρία κατά μετοχές
kapitaalvennootschap μετοχική εταιρεία
kassaterminal τερματικά σε σημεία πώλησης
klokkenluiden "κάρφωμα"
klokkenluiden καταγγελία δυσλειτουργίας
klokkenluider όποιος έχει καταγγείλει δυσλειτουργίες
klokkenluider καταγγέλλων δυσλειτουργίες
klokkenluider καταγγέλτης
klokkenluider μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος
klokkenluider υπάλληλος που καταγγέλλει δυσλειτουργίες
koers van de aanschaffingsdatum ισχύουσα τιμή κατά την ημέρα απόκτησης
koersmanipulatie χειραγώγηση της αγοράς
kortingen εκπτώσεις επί των πωλήσεων
kosten van onderzoek en ontwikkeling έξοδα ερευνών και ανάπτυξης
kostenoriëntatie κοστοστρέφεια