DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W X Z   <<  >>
Terms for subject Labor law (3674 entries)
gedeeltelijke reiskostenvergoeding συμμετοχή στα έξοδα μετακινήσεων
gedetacheerd door een onderneming αποσπασμένος από την επιχείρηση
gedragscode betreffende de bescherming van de waardigheid van mannen en vrouwen op het werk κώδικας δεοντολογίας για την προστασία της αξιοπρέπειας των ανδρών και των γυναικών στο εργασιακό περιβάλλον
gedwongen aanpassing van lonen αναγκαστική προσαρμογή μισθών
gegarandeerde zuurstoftoevoer εγγύηση τροφοδότησης σε οξυγόνο
geharmoniseerde WW-en WAO-uitkering εναρμονισμένη αποζημίωση ανεργίας και αναπηρίας
gehoorbeschermer προστατευτικό μέσο της ακοής
gehoorbeschermer ωτασπίδες
gehoorbeschermer voor gebruik in combinatie met veiligheidshelm ωτοασπίδα που προσαρμόζεται στο προστατευτικο κράνος
gehoorbeschermingsmiddel ωτασπίδες
gehoorbeschermingsmiddel προστατευτικό μέσο της ακοής
geïsoleerd gereedschap μονωμένο εργαλείο
geïsoleerde kruk μονωμένο σκαμνί
geïsoleerde stang μονωμένο κοντάρι
geïsoleerde werkomgeving εξατομικευμένο εργασιακό περιβάλλον
geïsoleerde werkomgeving κοινωνικά απομονωμένο εργασιακό περιβάλλον
gekwalificeerd bediende δημόσιος διοικητικός υπάλληλος γενικά
gelaatscherm προστατευτικό κάλυμμα προσώπου
gelaatsscherm ειδικός προστατευτικός εξοπλισμός για ολόκληρο το πρόσωπο
geldloon αμοιβή σε μετρητά