DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I L M N O P R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject Employment (185 entries)
inhaalrust χρόνος ανάπαυσης (ρεπό) ως αντιστάθμιση
inkrimping μείωση του προσωπικού
langdurig verlof άδεια μακράς διαρκείας
leerling ναυτόπαιδο
leerling μούτσος
leerlingplaats θέση μαθητευόμενου
maandelijks netto-inkomen καθαρό μηνιαίο εισόδημα
menselijk potentieel ανθρώπινοι πόροι
menselijke hulpbronnen ανθρώπινοι πόροι
midden- en kleinbedrijf μικρομεσαίες επιχειρήσεις
netto-banengroei καθαρή αύξηση θέσεων απασχόλησης
netto-banengroei καθαρή αύξηση της απασχόλησης
netto-groei van de werkgelegenheid καθαρή αύξηση της απασχόλησης
netto-groei van de werkgelegenheid καθαρή αύξηση θέσεων απασχόλησης
netto-schepping van arbeidsplaatsen καθαρή αύξηση της απασχόλησης
netto-schepping van arbeidsplaatsen καθαρή αύξηση θέσεων απασχόλησης
nettoarbeidsparticipatie ποσοστό απασχόλησης
normale pensioengerechtigde leeftijd κανονική ηλικία συνταξιοδότησης
nul-uren-contract σύμβαση μηδενικών ωρών εργασίας
onbetaalde arbeid μη αμειβόμενη εργασία