DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject Marketing (3089 entries)
de Lid-Staten veranderen de bilaterale contingenten in globale contingenten κάθε Kράτος μέλος μετατρέπει τις ανοιχθείσες διμερείς ποσοστώσεις σε καθολικές ποσοστώσεις
de Lid-Staten verhogen de aldus vastgestelde globale contingenten gezamenlijk τα Kράτη μέλη αυξάνουν το σύνολο αυτών των καθολικών ποσοστώσεων
de maatregelen worden aangepast aan de in dit Verdrag vastgestelde regels τα μέτρα δύνανται να προσαρμοσθούν στους κανόνες που θεσπίζει η παρο29σα συνθήκη
de markt veroveren κατάκτηση της αγοράς
de mededinging uitschakelen κατάργηση του ανταγωνισμού
de mededingingsverhoudingen op de gemeenschappelijke markt wijzigen αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς
de nationale kostprijzen in de Lid-Staat οι εθνικές τιμές κόστους στο Kράτος μέλος
de nationale marktorganisaties οι εθνικές οργανώσεις αγοράς
de onderhandelingen doen beëindigen περατώνονται οι διαπραγματεύσεις
de onderverdeling der uitgaven onder grote stelposten η ανάλυση των εξόδων σε μεγάλες υποδιαιρέσεις
de ontwikkeling van het internationale ruilverkeer bevorderen προάγουν την ανάπτυξη των διεθνών συναλλαγών
de opheffing der beperkingen in het handelsverkeer η κατάργηση των περιορισμών στις συναλλαγές
de overeenkomst bestreken gamma σειρά προϊόντων που αναφέρονται στη συμφωνία
de produkten welke van oorsprong zijn uit de Lid-Staten τα προ2bόντα καταγωγής Kρατών μελών
de produkten welke zich in de Lid-Staten in het vrije verkeer bevinden τα προ2bόντα που ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός των Kρατών μελών
de produkten worden begeleid door een certificaat τα προϊόντα συνοδεύονται από πιστοποιητικό
de produkten worden tot wederinvoer op het grondgebied van die eerste Staat toegelaten τα προ2bόντα δύνανται να επανεισαχθούν στο έδαφος του πρώτου Kράτους
de regeling welke zij tegenover elkaar zijn aangegaan το καθεστώς που διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις
de schuld op korte termijn consolideren αναδιατάσσω το βραχυπρόθεσμο χρέος
de schuld op korte termijn consolideren παγιοποιώ το βραχυπρόθεσμο χρέος